- ἐναξονίζω
- ἐναξονίζω,A fit with an axle, in [voice] Pass.,
γῆ τροχοῦ δίκην -ισμένη Placit. 3.13.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γῆ τροχοῦ δίκην -ισμένη Placit. 3.13.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναξονίζω — ἐναξονίζω (Α) τοποθετώ σε άξονα … Dictionary of Greek
ἐναξονίζεται — ἐναξονίζω fit with an axle pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)